- μαρτυρία
- η (AM μαρτυρία [μαρτυρώ]1. γραπτή ή προφορική, ένορκη ή μη, κατάθεση όσων γνωρίζει ή έχει αντιληφθεί κάποιος σχετικά με μια εξεταζόμενη υπόθεση (α. «έδωσε μαρτυρία για την υπόθεση τού εμπορίου ναρκωτικών» β. «εμβάλλεται μαρτυρίαν ψευδή», Δημοσθ.)2. απόδειξη, διαβεβαίωση, πιστοποίηση («ἱκανὴν μαρτυρίαν παρέχεται ὑπὲρ τοῡδε τοῡ λόγου», Πλάτ.)νεοελλ.1. ό,τι έχει λεχθεί ή γραφεί για κάποιο θέμα, παραδεδομένη πληροφορία2. (βυζ. μουσ.) στον πληθ. οι μαρτυρίεςσημεία που τίθενται στην αρχή τού μέλους για να προσδιοριστεί ο ήχος ή στο τέλος μουσικής φράσης για να υποβοηθηθεί ο έλεγχος τής μουσικής ανάγνωσηςνεοελλ.-μσν.1. γνώμη, άποψη2. φρ. «έχω (εις) μαρτυρία» ή «φέρω (εις) μαρτυρία» — επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυραμσν.1. εντολή, νόμος2. μάρτυρας3. μαρτυρικός θάνατος για τη χριστιανική πίστη4. φρ. α) «ἔρχομαι στὴ μαρτυρία» — ζητώ τη γνώμη κάποιουβ) «σύρω μαρτυρίαν» ή «φέρω μαρτυρίαν» — καταθέτω ως μάρτυραςμσν.-αρχ.1. μαρτύριο, βασανιστήριο2. ομολογία πίστης στον Χριστόαρχ.αστρολ. άποψη, θέα.
Dictionary of Greek. 2013.